- προπαίδευμα
- προ-παίδευμα, τό, das in vorgängigem od. vorläufigem Unterricht Gelehrte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προπαίδευμα — τὸ, ΜΑ [προπαιδεύω] προκαταρκτικό, εισαγωγικό μάθημα … Dictionary of Greek
προπαιδευμάτων — προπαίδευμα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαιδεύμασι — προπαίδευμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαιδεύμασιν — προπαίδευμα neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προπαιδεύματα — προπαίδευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμάθημα — ήματος, τὸ, Α [προμανθάνω] (κατά τον Ησύχ.) «προπαίδευμα» … Dictionary of Greek